- συνεμφαίνω
- Α [ἐμφαίνω]1. δηλώνω, σημαίνω κάτι ταυτοχρόνως2. παθ. συνεμφαίνομαιφαίνομαι από κοινού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνέμφασις — άσεως, ἡ, Α [συνεμφαίνω] (ιδίως για λογοπαίγνια) η εκ παραλλήλου με την κύρια δευρερεύουσα σημασία, αυτό που υπονοείται σε μια λέξη εκ παραλλήλου με την κύρια σημασία … Dictionary of Greek